Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυτρωτέος
λυτρωτής
λυχνεών
λυχνίον
λυχνίσκος
λυχνίς
λυχνίτης
λυχνοκαΐα
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοφόρος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
View word page
λυχνοπώλης
λυχνοπώλης λυχνο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω a dealer in lamps or lanterns, Ar.

ShortDef

a dealer in lamps

Debugging

Headword:
λυχνοπώλης
Headword (normalized):
λυχνοπώλης
Headword (normalized/stripped):
λυχνοπωλης
IDX:
20058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20078
Key:
luxnopw/lhs

Data

{'content': 'λυχνοπώλης\n λυχνο-πώλης, ου, ὁ,\n πωλέω\n a dealer in lamps or lanterns, Ar.', 'key': 'luxnopw/lhs'}