Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτέος
λυτρωτής
λυχνεών
λυχνίον
λυχνίσκος
λυχνίς
λυχνίτης
λυχνοκαΐα
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοφόρος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
View word page
λυχνοποιός
λυχνοποιός λυχνο-ποιός, όν ποιέω making lamps or lanterns, Ar.

ShortDef

making lamps

Debugging

Headword:
λυχνοποιός
Headword (normalized):
λυχνοποιός
Headword (normalized/stripped):
λυχνοποιος
IDX:
20056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20076
Key:
luxnopoio/s

Data

{'content': 'λυχνοποιός\n λυχνο-ποιός, όν\n ποιέω\n making lamps or lanterns, Ar.', 'key': 'luxnopoio/s'}