Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυτός
λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτέος
λυτρωτής
λυχνεών
λυχνίον
λυχνίσκος
λυχνίς
λυχνίτης
λυχνοκαΐα
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοφόρος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
View word page
λυχνίτης
λυχνίτης λυχνί_της, ου, ὁ, λύχνος a precious stone of a red colour, Strab.

ShortDef

a precious stone of a red colour

Debugging

Headword:
λυχνίτης
Headword (normalized):
λυχνίτης
Headword (normalized/stripped):
λυχνιτης
IDX:
20054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20074
Key:
luxni/ths

Data

{'content': 'λυχνίτης\n λυχνί_της, ου, ὁ,\n λύχνος\n a precious stone of a red colour, Strab.', 'key': 'luxni/ths'}