Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λυσσώδης
λυτέος
λυτήριος
λυτήρ
λυτικός
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτέος
λυτρωτής
λυχνεών
λυχνίον
λυχνίσκος
λυχνίς
λυχνίτης
λυχνοκαΐα
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπώλης
λύχνος
View word page
λυτρωτής
λυτρωτής λυτρωτής, οῦ, λυτρόω a ransomer, redeemer, NTest.
ShortDef
a ransomer, redeemer
Debugging
Headword:
λυτρωτής
Headword (normalized):
λυτρωτής
Headword (normalized/stripped):
λυτρωτης
IDX:
20049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20069
Key:
lutrwth/s
Data
{'content': 'λυτρωτής\n λυτρωτής, οῦ,\n λυτρόω\n a ransomer, redeemer, NTest.', 'key': 'lutrwth/s'}