Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυσσόω
λυσσώδης
λυτέος
λυτήριος
λυτήρ
λυτικός
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτέος
λυτρωτής
λυχνεών
λυχνίον
λυχνίσκος
λυχνίς
λυχνίτης
λυχνοκαΐα
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπώλης
View word page
λυτρωτέος
λυτρωτέος λυτρωτέος, ον verb. adj. of λυτρόω, one must ransom, Arist.

ShortDef

one must ransom

Debugging

Headword:
λυτρωτέος
Headword (normalized):
λυτρωτέος
Headword (normalized/stripped):
λυτρωτεος
IDX:
20048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20068
Key:
lutrwte/os

Data

{'content': 'λυτρωτέος\n λυτρωτέος, ον\n verb. adj. of λυτρόω,\n one must ransom, Arist.', 'key': 'lutrwte/os'}