Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιῳδός
λυσσαίνω
λύσσα
λυσσάς
λυσσάω
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσητής
λυσσομανής
λυσσόω
λυσσώδης
λυτέος
λυτήριος
λυτήρ
λυτικός
λυτός
View word page
λύσσημα
λύσσημα from λυσσάω λύσσημα, ατος, εος, a fit of madness: in pl. ravings, Eur.

ShortDef

a fit of madness

Debugging

Headword:
λύσσημα
Headword (normalized):
λύσσημα
Headword (normalized/stripped):
λυσσημα
IDX:
20034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20054
Key:
lu/sshma

Data

{'content': 'λύσσημα\n from λυσσάω\n λύσσημα, ατος, εος,\n a fit of madness: in pl. ravings, Eur.', 'key': 'lu/sshma'}