Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσίποθος
λυσίπονος
λύσις
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιῳδός
λυσσαίνω
λύσσα
λυσσάς
λυσσάω
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσητής
View word page
λυσιτελούντως
λυσιτελούντως part. pres. of λυσιτελέω, usefully, profitably, Xen.
ShortDef
usefully, profitably
Debugging
Headword:
λυσιτελούντως
Headword (normalized):
λυσιτελούντως
Headword (normalized/stripped):
λυσιτελουντως
IDX:
20026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20046
Key:
lusitelou/ntws
Data
{'content': 'λυσιτελούντως\n part. pres. of λυσιτελέω,\n usefully, profitably, Xen.', 'key': 'lusitelou/ntws'}