Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσίποθος
λυσίπονος
λύσις
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιῳδός
λυσσαίνω
λύσσα
λυσσάς
λυσσάω
λύσσημα
λυσσητήρ
View word page
λυσιτελής
λυσιτελής λῡσι-τελής, ές λύω V, τέλος paying what is due: hence, useful, profitable, advantageous, Plat.; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, Dem. cheap, Xen.

ShortDef

paying what is due

Debugging

Headword:
λυσιτελής
Headword (normalized):
λυσιτελής
Headword (normalized/stripped):
λυσιτελης
IDX:
20025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20045
Key:
lusitelh/s

Data

{'content': 'λυσιτελής\n λῡσι-τελής, ές\n λύω V, τέλος\n paying what is due: hence, useful, profitable, advantageous, Plat.; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, Dem.\n cheap, Xen.', 'key': 'lusitelh/s'}