Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λυσίγαμος
λυσίζωνος
λυσίκακος
λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσίποθος
λυσίπονος
λύσις
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιῳδός
λυσσαίνω
λύσσα
λυσσάς
View word page
λυσίπονος
λυσίπονος λῡσί-πονος, ον releasing from toil, Pind.
ShortDef
releasing from toil
Debugging
Headword:
λυσίπονος
Headword (normalized):
λυσίπονος
Headword (normalized/stripped):
λυσιπονος
IDX:
20022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20042
Key:
lusi/ponos
Data
{'content': 'λυσίπονος\n λῡσί-πονος, ον\n releasing from toil, Pind.', 'key': 'lusi/ponos'}