Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λυσάνδρια
λυσανίας
λυσίγαμος
λυσίζωνος
λυσίκακος
λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσίποθος
λυσίπονος
λύσις
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιῳδός
λυσσαίνω
View word page
λυσιπαίγμων
λυσιπαίγμων λῠσῐ-παίγμων, ον, παῖγμα giving a loose to play or sport, Anacreont.
ShortDef
giving a loose to play
Debugging
Headword:
λυσιπαίγμων
Headword (normalized):
λυσιπαίγμων
Headword (normalized/stripped):
λυσιπαιγμων
IDX:
20020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20040
Key:
lusipai/gmwn
Data
{'content': 'λυσιπαίγμων\n λῠσῐ-παίγμων, ον,\n παῖγμα\n giving a loose to play or sport, Anacreont.', 'key': 'lusipai/gmwn'}