Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λυρώδης
Λυσάνδρια
λυσανίας
λυσίγαμος
λυσίζωνος
λυσίκακος
λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσίποθος
λυσίπονος
λύσις
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιῳδός
View word page
λύσιος
λύσιος λύσιος (ῠ), η, ον λύσις releasing, delivering, Plat.
ShortDef
releasing, delivering
Debugging
Headword:
λύσιος
Headword (normalized):
λύσιος
Headword (normalized/stripped):
λυσιος
IDX:
20019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20039
Key:
lu/sios
Data
{'content': 'λύσιος\n λύσιος (ῠ), η, ον\n λύσις\n releasing, delivering, Plat.', 'key': 'lu/sios'}