Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυροκτύπος
λυροποιικός
λυροποιός
λυρώδης
Λυσάνδρια
λυσανίας
λυσίγαμος
λυσίζωνος
λυσίκακος
λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσίποθος
λυσίπονος
λύσις
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
View word page
λυσιμελής
λυσιμελής λῡσι-μελής, ές μέλος limb-relaxing, of sleep, etc., Od., Hes., etc.

ShortDef

limb-relaxing

Debugging

Headword:
λυσιμελής
Headword (normalized):
λυσιμελής
Headword (normalized/stripped):
λυσιμελης
IDX:
20016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20036
Key:
lusimelh/s

Data

{'content': 'λυσιμελής\n λῡσι-μελής, ές\n μέλος\n limb-relaxing, of sleep, etc., Od., Hes., etc.', 'key': 'lusimelh/s'}