Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυροκτύπος
λυροποιικός
λυροποιός
λυρώδης
Λυσάνδρια
λυσανίας
λυσίγαμος
λυσίζωνος
λυσίκακος
λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσίποθος
View word page
λυσανίας
λυσανίας λῡσ-ᾰνίας, ου, ὁ, ἀνία ending sorrow, Ar.

ShortDef

ending sorrow
Lysanias

Debugging

Headword:
λυσανίας
Headword (normalized):
λυσανίας
Headword (normalized/stripped):
λυσανιας
IDX:
20011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20031
Key:
lusani/hs

Data

{'content': 'λυσανίας\n λῡσ-ᾰνίας, ου, ὁ,\n ἀνία\n ending sorrow, Ar.', 'key': 'lusani/hs'}