Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυροκτύπος
λυροποιικός
λυροποιός
λυρώδης
Λυσάνδρια
λυσανίας
λυσίγαμος
λυσίζωνος
λυσίκακος
λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
View word page
λυροποιός
λυροποιός λῠρο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω a lyre-maker, Plat.

ShortDef

a lyre-maker

Debugging

Headword:
λυροποιός
Headword (normalized):
λυροποιός
Headword (normalized/stripped):
λυροποιος
IDX:
20008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20028
Key:
luropoio/s

Data

{'content': 'λυροποιός\n λῠρο-ποιός, οῦ, ὁ,\n ποιέω\n a lyre-maker, Plat.', 'key': 'luropoio/s'}