Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυραοιδός
λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυροκτύπος
λυροποιικός
λυροποιός
λυρώδης
Λυσάνδρια
λυσανίας
λυσίγαμος
λυσίζωνος
λυσίκακος
λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
View word page
λυροποιικός
λυροποιικός λῠροποιικός, ή, όν = λυροποιητικός ἡ -κή, sc. τέχνη, the art or craft of lyre-making, Plat. from λῠροποιός

ShortDef

the art

Debugging

Headword:
λυροποιικός
Headword (normalized):
λυροποιικός
Headword (normalized/stripped):
λυροποιικος
IDX:
20007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20027
Key:
luropoiiko/s

Data

{'content': 'λυροποιικός\n λῠροποιικός, ή, όν\n = λυροποιητικός\n ἡ -κή, sc. τέχνη, the art or craft of lyre-making, Plat.\n from λῠροποιός', 'key': 'luropoiiko/s'}