Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυπηρός
λυπητέος
λυπρόβιος
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λυραοιδός
λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυροκτύπος
λυροποιικός
λυροποιός
λυρώδης
Λυσάνδρια
λυσανίας
View word page
λύριον
λύριον λύριον, ου, τό, Dim. of λύρα, Ar.

ShortDef

lyre (dim. of λύρα)

Debugging

Headword:
λύριον
Headword (normalized):
λύριον
Headword (normalized/stripped):
λυριον
IDX:
20001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20021
Key:
lu/rion

Data

{'content': 'λύριον\n λύριον, ου, τό,\n Dim. of λύρα, Ar.', 'key': 'lu/rion'}