Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λύπη
λυπηρός
λυπητέος
λυπρόβιος
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λυραοιδός
λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυροκτύπος
λυροποιικός
λυροποιός
λυρώδης
Λυσάνδρια
View word page
λυρικός
λυρικός λῠρικός, ή, όν of or for the lyre, lyric, Anacreont. as Subst., a lyrist, Anth., Plut.
ShortDef
of or for the lyre, lyric
Debugging
Headword:
λυρικός
Headword (normalized):
λυρικός
Headword (normalized/stripped):
λυρικος
IDX:
20000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20020
Key:
luriko/s
Data
{'content': 'λυρικός\n λῠρικός, ή, όν\n of or for the lyre, lyric, Anacreont.\n as Subst., a lyrist, Anth., Plut.', 'key': 'luriko/s'}