Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λύπημα
λύπη
λυπηρός
λυπητέος
λυπρόβιος
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λυραοιδός
λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυροκτύπος
λυροποιικός
λυροποιός
λυρώδης
View word page
λυρίζω
λυρίζω λῠρίζω, λύρα to play the lyre, Anacreont.
ShortDef
to play the lyre
Debugging
Headword:
λυρίζω
Headword (normalized):
λυρίζω
Headword (normalized/stripped):
λυριζω
IDX:
19999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20019
Key:
luri/zw
Data
{'content': 'λυρίζω\n λῠρίζω,\n λύρα\n to play the lyre, Anacreont.', 'key': 'luri/zw'}