Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λύμη
λυπέω
λύπημα
λύπη
λυπηρός
λυπητέος
λυπρόβιος
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λυραοιδός
λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυροκτύπος
λυροποιικός
View word page
λυραοιδός
λυραοιδός λῠρ-αοιδός, οῦ, ὁ, one who sings to the lyre, Anth.:— contr. λυρῳδός, Anth., Plut.

ShortDef

one who sings to the lyre

Debugging

Headword:
λυραοιδός
Headword (normalized):
λυραοιδός
Headword (normalized/stripped):
λυραοιδος
IDX:
19997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20017
Key:
luraoido/s

Data

{'content': 'λυραοιδός\n λῠρ-αοιδός, οῦ, ὁ,\n one who sings to the lyre, Anth.:— contr. λυρῳδός, Anth., Plut.', 'key': 'luraoido/s'}