Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυμεών
λύμη
λυπέω
λύπημα
λύπη
λυπηρός
λυπητέος
λυπρόβιος
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λυραοιδός
λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυροκτύπος
View word page
λυπρόχωρος
λυπρόχωρος λυπρό-χωρος, ον χώρα with poor land, Strab.

ShortDef

with poor land

Debugging

Headword:
λυπρόχωρος
Headword (normalized):
λυπρόχωρος
Headword (normalized/stripped):
λυπροχωρος
IDX:
19996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20016
Key:
lupro/xwros

Data

{'content': 'λυπρόχωρος\n λυπρό-χωρος, ον\n χώρα\n with poor land, Strab.', 'key': 'lupro/xwros'}