Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυμαντήρ
λυμαντής
λῦμα
λυμεών
λύμη
λυπέω
λύπημα
λύπη
λυπηρός
λυπητέος
λυπρόβιος
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λυραοιδός
λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
λυρόεις
View word page
λυπρόβιος
λυπρόβιος λυπρό-βιος, ον leading a wretched life.

ShortDef

leading a wretched life

Debugging

Headword:
λυπρόβιος
Headword (normalized):
λυπρόβιος
Headword (normalized/stripped):
λυπροβιος
IDX:
19993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20013
Key:
lupro/bios

Data

{'content': 'λυπρόβιος\n λυπρό-βιος, ον\n leading a wretched life.', 'key': 'lupro/bios'}