Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυμαντήριος
λυμαντήρ
λυμαντής
λῦμα
λυμεών
λύμη
λυπέω
λύπημα
λύπη
λυπηρός
λυπητέος
λυπρόβιος
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λυραοιδός
λύρα
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρογηθής
View word page
λυπητέος
λυπητέος λῡπητέος, ον verb. adj. one must feel pain, Xen.

ShortDef

one must feel pain

Debugging

Headword:
λυπητέος
Headword (normalized):
λυπητέος
Headword (normalized/stripped):
λυπητεος
IDX:
19992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20012
Key:
luphte/os

Data

{'content': 'λυπητέος\n λῡπητέος, ον\n verb. adj.\n one must feel pain, Xen.', 'key': 'luphte/os'}