Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λύγκειος
λύγξ
λύγξ2
λύγος
λυγοτευχής
λυγόω
λυγρός
Λυδιακά
Λυδία
Λυδίζω
Λύδιος
Λυδιστί
Λυδός
λύζω
λύη
λύθρον
λυθρώδης
λυκάβας
Λύκαια
λύκαινα
λυκαινίς
View word page
Λύδιος
Λύδιος Λύδιος, α, ον of Lydia, Lydian, Pind., etc.: —Λυδία λίθος, a stone used to assay gold, Soph.; also, Λ. πέτρα Theocr.
ShortDef
of Lydia, Lydian
Debugging
Headword:
Λύδιος
Headword (normalized):
λύδιος
Headword (normalized/stripped):
λυδιος
IDX:
19947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19967
Key:
*lu/dios
Data
{'content': 'Λύδιος\n Λύδιος, α, ον\n of Lydia, Lydian, Pind., etc.: —Λυδία λίθος, a stone used to assay gold, Soph.; also, Λ. πέτρα Theocr.', 'key': '*lu/dios'}