Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λοχισμός
λοχίτης
λοχμαῖος
λόχμη
λόχμιος
λοχμώδης
λόχονδε
λόχος
Λυαῖος
λύα
λυγαῖος
λύγδην
λυγδίνεος
λύγδινος
λύγδος
λυγίζω
λυγισμός
λύγκειος
λύγξ
λύγξ2
λύγος
View word page
λυγαῖος
λυγαῖος λῡγαῖος, α, ον λύγη shadowy, murky, gloomy, Eur.

ShortDef

shadowy, murky, gloomy

Debugging

Headword:
λυγαῖος
Headword (normalized):
λυγαῖος
Headword (normalized/stripped):
λυγαιος
IDX:
19930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19950
Key:
lugai=os

Data

{'content': 'λυγαῖος\n λῡγαῖος, α, ον\n λύγη\n shadowy, murky, gloomy, Eur.', 'key': 'lugai=os'}