λοχεῖος
λοχεῖος
λοχεῖος, α, ον
= λόχιος, λοχεῖα (sub. χωρία)
the place of childbirth, Eur.
{
"content": "λοχεῖος\n λοχεῖος, α, ον\n = λόχιος, λοχεῖα (sub. χωρία) \n the place of childbirth, Eur.",
"key": "loxei=os"
}