Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λοφεῖον
λοφηφόρος
λοφιά
λοφιήτης
λοφνίς
λοφόομαι
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάζομαι
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχέος
λόχευμα
λοχεύω
View word page
λοχαγέω
λοχαγέω λοχᾱγέω, to lead a λόχος or company (commonly of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt. Doric and Attic for λοχηγέω,

ShortDef

lead a λόχος, company

Debugging

Headword:
λοχαγέω
Headword (normalized):
λοχαγέω
Headword (normalized/stripped):
λοχαγεω
IDX:
19907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19927
Key:
loxage/w

Data

{'content': 'λοχαγέω\n λοχᾱγέω,\n to lead a λόχος or company (commonly of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt.\n Doric and Attic for λοχηγέω,', 'key': 'loxage/w'}