Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λοφάω
λοφεῖον
λοφηφόρος
λοφιά
λοφιήτης
λοφνίς
λοφόομαι
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάζομαι
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχέος
λόχευμα
View word page
λοχαγέτας
λοχαγέτας λοχᾱγέτας, α, ὁ, Doric for λοχηγέτης = λοχαγός, Aesch., Eur.

ShortDef

the leader of an armed band; commander of a company

Debugging

Headword:
λοχαγέτας
Headword (normalized):
λοχαγέτας
Headword (normalized/stripped):
λοχαγετας
IDX:
19906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19926
Key:
loxage/ths

Data

{'content': 'λοχαγέτας\n λοχᾱγέτας, α, ὁ,\n Doric for λοχηγέτης\n = λοχαγός, Aesch., Eur.', 'key': 'loxage/ths'}