Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφηφόρος
λοφιά
λοφιήτης
λοφνίς
λοφόομαι
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάζομαι
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
View word page
λοφοποιός
λοφοποιός λοφο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω a crest-maker, Ar.
ShortDef
a crest-maker
Debugging
Headword:
λοφοποιός
Headword (normalized):
λοφοποιός
Headword (normalized/stripped):
λοφοποιος
IDX:
19903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19923
Key:
lofopoio/s
Data
{'content': 'λοφοποιός\n λοφο-ποιός, οῦ, ὁ,\n ποιέω\n a crest-maker, Ar.', 'key': 'lofopoio/s'}