Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφηφόρος
λοφιά
λοφιήτης
λοφνίς
λοφόομαι
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάζομαι
λοχαῖος
λοχάω
View word page
λοφόομαι
λοφόομαι λοφόομαι, λόφος Pass. to be crested.
ShortDef
to be crested
Debugging
Headword:
λοφόομαι
Headword (normalized):
λοφόομαι
Headword (normalized/stripped):
λοφοομαι
IDX:
19902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19922
Key:
lofo/omai
Data
{'content': 'λοφόομαι\n λοφόομαι,\n λόφος\n Pass. to be crested.', 'key': 'lofo/omai'}