Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφηφόρος
λοφιά
λοφιήτης
λοφνίς
λοφόομαι
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάζομαι
View word page
λοφιήτης
λοφιήτης from λοφιά λοφιήτης, ου, ὁ, a dweller on the hills, of Pan, Anth.
ShortDef
a dweller on the hills
Debugging
Headword:
λοφιήτης
Headword (normalized):
λοφιήτης
Headword (normalized/stripped):
λοφιητης
IDX:
19900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19920
Key:
lofih/ths
Data
{'content': 'λοφιήτης\n from λοφιά\n λοφιήτης, ου, ὁ,\n a dweller on the hills, of Pan, Anth.', 'key': 'lofih/ths'}