Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λοπός
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφηφόρος
λοφιά
λοφιήτης
λοφνίς
λοφόομαι
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
View word page
λοφηφόρος
λοφηφόρος λοφη-φόρος, ον φέρω crested, of a lark, Babr.

ShortDef

crested

Debugging

Headword:
λοφηφόρος
Headword (normalized):
λοφηφόρος
Headword (normalized/stripped):
λοφηφορος
IDX:
19898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19918
Key:
lofhfo/ros

Data

{'content': 'λοφηφόρος\n λοφη-φόρος, ον\n φέρω\n crested, of a lark, Babr.', 'key': 'lofhfo/ros'}