Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λοπαδαρπαγίδης
λοπάδιον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφηφόρος
λοφιά
λοφιήτης
λοφνίς
λοφόομαι
λοφοποιός
λόφος
View word page
λουτρών
λουτρών λουτρών, ῶνος, λουτρόν a bathing-room, bath-house, Aesch., Xen.
ShortDef
a bathing-room, bath-house
Debugging
Headword:
λουτρών
Headword (normalized):
λουτρών
Headword (normalized/stripped):
λουτρων
IDX:
19894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19914
Key:
loutrw/n
Data
{'content': 'λουτρών\n λουτρών, ῶνος,\n λουτρόν\n a bathing-room, bath-house, Aesch., Xen.', 'key': 'loutrw/n'}