Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λοξοτρόχις
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπάδιον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφηφόρος
λοφιά
λοφιήτης
λοφνίς
λοφόομαι
View word page
λουτροχοέω
λουτροχοέω λουτροχοέω, fut. -ήσω to pour water into the bath, Anth.
ShortDef
to pour water into the bath
Debugging
Headword:
λουτροχοέω
Headword (normalized):
λουτροχοέω
Headword (normalized/stripped):
λουτροχοεω
IDX:
19892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19912
Key:
loutroxoe/w
Data
{'content': 'λουτροχοέω\n λουτροχοέω,\n fut. -ήσω\n to pour water into the bath, Anth.', 'key': 'loutroxoe/w'}