Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λοξίας
λοξοβάτης
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπάδιον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφηφόρος
View word page
λοπός
λοπός λοπός, οῦ, λέπω the shell, husk, peel, λοπὸς κρομύοιο the peel of an onion, Od.

ShortDef

the shell, husk, peel

Debugging

Headword:
λοπός
Headword (normalized):
λοπός
Headword (normalized/stripped):
λοπος
IDX:
19888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19908
Key:
lopo/s

Data

{'content': 'λοπός\n λοπός, οῦ,\n λέπω\n the shell, husk, peel, λοπὸς κρομύοιο the peel of an onion, Od.', 'key': 'lopo/s'}