Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λόκκη
Λοκροί
Λοκρός
Λοξίας
λοξοβάτης
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπάδιον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λουτροδάϊκτος
View word page
λοξοβάτης
λοξοβάτης λοξο-βάτης (ᾰ), ου, ὁ, βῆμα going side-ways, Batr.

ShortDef

going side-ways

Debugging

Headword:
λοξοβάτης
Headword (normalized):
λοξοβάτης
Headword (normalized/stripped):
λοξοβατης
IDX:
19879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19899
Key:
locoba/ths

Data

{'content': 'λοξοβάτης\n λοξο-βάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n βῆμα\n going side-ways, Batr.', 'key': 'locoba/ths'}