Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λόκκη
Λοκροί
Λοκρός
Λοξίας
λοξοβάτης
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπάδιον
λοπάς
λοπίς
View word page
Λοκρός
Λοκρός Λοκρός, ά, όν Locrian, fem. Λοκρίς, ίδος, Pind.; ἡ Λοκρίς ( sc. γῆ ) , Ar.

ShortDef

Locrian

Debugging

Headword:
Λοκρός
Headword (normalized):
λοκρός
Headword (normalized/stripped):
λοκρος
IDX:
19877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19897
Key:
*lokro/s

Data

{'content': 'Λοκρός\n Λοκρός, ά, όν\n Locrian, fem. Λοκρίς, ίδος, Pind.; ἡ Λοκρίς ( sc. γῆ ) , Ar.', 'key': '*lokro/s'}