Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λόκκη
Λοκροί
Λοκρός
Λοξίας
λοξοβάτης
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπάδιον
View word page
λόκκη
λόκκη λόκκη, ἡ, a cloak, Anth. deriv. uncertain
ShortDef
a cloak
Debugging
Headword:
λόκκη
Headword (normalized):
λόκκη
Headword (normalized/stripped):
λοκκη
IDX:
19875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19895
Key:
lo/kkh
Data
{'content': 'λόκκη\n λόκκη, ἡ,\n a cloak, Anth.\n deriv. uncertain', 'key': 'lo/kkh'}