Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λόκκη
Λοκροί
Λοκρός
Λοξίας
λοξοβάτης
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
View word page
λοῖσθος
λοῖσθος λοῖσθος, ον = λοῖπος, left behind, last, Il., Eur.;Sup. λοισθότατος last of all, Hes.

ShortDef

left behind, last
beam

Debugging

Headword:
λοῖσθος
Headword (normalized):
λοῖσθος
Headword (normalized/stripped):
λοισθος
IDX:
19874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19894
Key:
loi=sqos1

Data

{'content': 'λοῖσθος\n λοῖσθος, ον\n = λοῖπος,\n left behind, last, Il., Eur.;Sup. λοισθότατος last of all, Hes.', 'key': 'loi=sqos1'}