λοῖσθος
λοῖσθος
λοῖσθος, ον
= λοῖπος,
left behind, last, Il., Eur.;Sup. λοισθότατος last of all, Hes.
{
"content": "λοῖσθος\n λοῖσθος, ον\n = λοῖπος,\n left behind, last, Il., Eur.;Sup. λοισθότατος last of all, Hes.",
"key": "loi=sqos1"
}