Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λόκκη
Λοκροί
Λοκρός
Λοξίας
λοξοβάτης
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λόξωσις
View word page
λοίσθιος
λοίσθιος λοίσθιος, ον = λοῖσθος, Pind., Trag.:—neut. λοίσθιον, as adv. last, Soph., Eur.
ShortDef
last
Debugging
Headword:
λοίσθιος
Headword (normalized):
λοίσθιος
Headword (normalized/stripped):
λοισθιος
IDX:
19873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19893
Key:
loi/sqios
Data
{'content': 'λοίσθιος\n λοίσθιος, ον\n = λοῖσθος, Pind., Trag.:—neut. λοίσθιον, as adv. last, Soph., Eur.', 'key': 'loi/sqios'}