Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λόκκη
Λοκροί
Λοκρός
Λοξίας
λοξοβάτης
λοξός
View word page
λοιμώσσω
λοιμώσσω λοιμώσσω, to have the plague, Luc.

ShortDef

to have the plague

Debugging

Headword:
λοιμώσσω
Headword (normalized):
λοιμώσσω
Headword (normalized/stripped):
λοιμωσσω
IDX:
19870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19890
Key:
loimw/ssw

Data

{'content': 'λοιμώσσω\n λοιμώσσω,\n to have the plague, Luc.', 'key': 'loimw/ssw'}