Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λόκκη
Λοκροί
Λοκρός
Λοξίας
λοξοβάτης
View word page
λοιμώδης
λοιμώδης λοιμ-ώδης, ες εἶδος like plague, pestilential, ἡ λ. νόσος the plague, Thuc.
ShortDef
like plague, pestilential
Debugging
Headword:
λοιμώδης
Headword (normalized):
λοιμώδης
Headword (normalized/stripped):
λοιμωδης
IDX:
19869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19889
Key:
loimw/dhs
Data
{'content': 'λοιμώδης\n λοιμ-ώδης, ες\n εἶδος\n like plague, pestilential, ἡ λ. νόσος the plague, Thuc.', 'key': 'loimw/dhs'}