Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λογχοφόρος
λογχωτός
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λόκκη
Λοκροί
Λοκρός
View word page
λοίδορος
λοίδορος λοίδορος, ον railing, abusive, Eur.:—adv. -ρως, Strab. deriv. uncertain
ShortDef
railing, abusive
Debugging
Headword:
λοίδορος
Headword (normalized):
λοίδορος
Headword (normalized/stripped):
λοιδορος
IDX:
19867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19887
Key:
loi/doros
Data
{'content': 'λοίδορος\n λοίδορος, ον\n railing, abusive, Eur.:—adv. -ρως, Strab.\n deriv. uncertain', 'key': 'loi/doros'}