Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λόγχιμος
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
View word page
λοιδόρημα
λοιδόρημα λοιδόρημα, ατος, εος, railing, abuse, an affront, Arist.
ShortDef
railing, abuse, an affront
Debugging
Headword:
λοιδόρημα
Headword (normalized):
λοιδόρημα
Headword (normalized/stripped):
λοιδορημα
IDX:
19864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19884
Key:
loido/rhma
Data
{'content': 'λοιδόρημα\n λοιδόρημα, ατος, εος,\n railing, abuse, an affront, Arist.', 'key': 'loido/rhma'}