Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λόγος
λογχεύω
λόγχη
λογχήρης
λόγχιμος
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
λοιμώδης
λοιμώσσω
View word page
λοιβή
λοιβή λοιβή, ἡ, λείβω a drink-offering, Lat. libatio, Hom.; opt. in pl., Pind., Soph.

ShortDef

a drink-offering

Debugging

Headword:
λοιβή
Headword (normalized):
λοιβή
Headword (normalized/stripped):
λοιβη
IDX:
19860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19880
Key:
loibh/

Data

{'content': 'λοιβή\n λοιβή, ἡ,\n λείβω\n a drink-offering, Lat. libatio, Hom.; opt. in pl., Pind., Soph.', 'key': 'loibh/'}