Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λογοποιικός
λογοποιός
λόγος
λογχεύω
λόγχη
λογχήρης
λόγχιμος
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμός
View word page
λογχωτός
λογχωτός λογχωτός, ή, όν lance-headed, Eur., Anth.

ShortDef

lance-headed

Debugging

Headword:
λογχωτός
Headword (normalized):
λογχωτός
Headword (normalized/stripped):
λογχωτος
IDX:
19858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19878
Key:
logxwto/s

Data

{'content': 'λογχωτός\n λογχωτός, ή, όν\n lance-headed, Eur., Anth.', 'key': 'logxwto/s'}