Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λογοποιέω
λογοποιία
λογοποιικός
λογοποιός
λόγος
λογχεύω
λόγχη
λογχήρης
λόγχιμος
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορία
View word page
λογχοποιός
λογχοποιός λογχο-ποιός, όν ποιέω making spears, Eur.
ShortDef
making spears
Debugging
Headword:
λογχοποιός
Headword (normalized):
λογχοποιός
Headword (normalized/stripped):
λογχοποιος
IDX:
19856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19876
Key:
logxopoio/s
Data
{'content': 'λογχοποιός\n λογχο-ποιός, όν\n ποιέω\n making spears, Eur.', 'key': 'logxopoio/s'}