Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λογομάχος
λογοποιέω
λογοποιία
λογοποιικός
λογοποιός
λόγος
λογχεύω
λόγχη
λογχήρης
λόγχιμος
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
View word page
λογχόομαι
λογχόομαι λογχόομαι, Pass. to be furnished with a point, Arist.
ShortDef
to be furnished with a point
Debugging
Headword:
λογχόομαι
Headword (normalized):
λογχόομαι
Headword (normalized/stripped):
λογχοομαι
IDX:
19855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19875
Key:
logxo/omai
Data
{'content': 'λογχόομαι\n λογχόομαι,\n Pass. to be furnished with a point, Arist.', 'key': 'logxo/omai'}