Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λογογράφος
λογολέσχης
λογομαχέω
λογομαχία
λογομάχος
λογοποιέω
λογοποιία
λογοποιικός
λογοποιός
λόγος
λογχεύω
λόγχη
λογχήρης
λόγχιμος
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
View word page
λογχεύω
λογχεύω λογχεύω, to pierce with a spear, Anth. from λόγχη
ShortDef
to pierce with a spear
Debugging
Headword:
λογχεύω
Headword (normalized):
λογχεύω
Headword (normalized/stripped):
λογχευω
IDX:
19851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19871
Key:
logxeu/w
Data
{'content': 'λογχεύω\n λογχεύω,\n to pierce with a spear, Anth.\n from λόγχη', 'key': 'logxeu/w'}