Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφικρεμής
ἀμφίκρημνος
ἀμφικρύπτω
ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
ἀμφικυκλόομαι
ἀμφικυλίνδω
ἀμφικύπελλος
ἀμφίλαλος
ἀμφιλαφής
ἀμφιλαχαίνω
ἀμφιλέγω
ἀμφίλεκτος
ἀμφιλογέομαι
ἀμφιλογία
ἀμφίλογος
ἀμφίλοφος
ἀμφιλύκη
View word page
ἀμφικύπελλος
ἀμφικύπελλος cf. ἀμφίθετος. in Hom. ἀμφικύπελλον δέπας, a double cup, i. e. one that forms a cup both at top and bottom, Il., etc.
ShortDef
double
Debugging
Headword:
ἀμφικύπελλος
Headword (normalized):
ἀμφικύπελλος
Headword (normalized/stripped):
αμφικυπελλος
IDX:
1986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1986
Key:
a)mfiku/pellos
Data
{'content': 'ἀμφικύπελλος\n cf. ἀμφίθετος.\n in Hom. ἀμφικύπελλον δέπας, a double cup, i. e. one that forms a cup both at top and bottom, Il., etc.', 'key': 'a)mfiku/pellos'}