λογιστικός
λογιστικός
from λογιστής
λογιστικός, ή, όν
skilled or practised in calculating, Xen., Plat.:— ἡ λογιστική (sc. τέχνη) , arithmetic, Plat.
endued with reason, rational, Arist.:— τὸ λ. the reasoning faculty, Plat.
using oneʼs reason, reasonable, Xen.