Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λογία
λογίδιον
λογίζομαι
λόγιμος
λόγιον
λόγιος
λογισμός
λογιστέος
λογιστήριον
λογιστής
λογιστικός
λογογραφέω
λογογραφία
λογογραφικός
λογογράφος
λογολέσχης
λογομαχέω
λογομαχία
λογομάχος
λογοποιέω
λογοποιία
View word page
λογιστικός
λογιστικός from λογιστής λογιστικός, ή, όν skilled or practised in calculating, Xen., Plat.:— ἡ λογιστική (sc. τέχνη) , arithmetic, Plat. endued with reason, rational, Arist.:— τὸ λ. the reasoning faculty, Plat. using oneʼs reason, reasonable, Xen.

ShortDef

skilled

Debugging

Headword:
λογιστικός
Headword (normalized):
λογιστικός
Headword (normalized/stripped):
λογιστικος
IDX:
19837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19857
Key:
logistiko/s

Data

{'content': 'λογιστικός\n from λογιστής\n λογιστικός, ή, όν\n skilled or practised in calculating, Xen., Plat.:— ἡ λογιστική (sc. τέχνη) , arithmetic, Plat.\n endued with reason, rational, Arist.:— τὸ λ. the reasoning faculty, Plat.\n using oneʼs reason, reasonable, Xen.', 'key': 'logistiko/s'}